Dictionary of Greek. 2013.
τήνελλος — και τήνεβλος, ον, Α [τήνελλα] αυτός που επευφημείται με το επιφώνημα τήνελλα* («ἐὰν νικᾱς..., τήνελλος εἶ», Αριστοφ.) … Dictionary of Greek